Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο κορυφαίος των κορυφαίων

Ο Ράτκο Ρούντιτς είναι αναμφίβολα ο πιο πετυχημένος προπονητής στην παγκόσμια υδατοσφαίριση. Βρέθηκε πριν από λίγες εβδομάδες στην Αθήνα για την κλήρωση του Παγκοσμίου πρωταθλήματος που θα διεξαχθεί τον Ιούλιο στη Φουκουόκα. Ήταν μια μεγάλη μέρα για τον Κροάτη που γεννήθηκε στο Βελιγράδι στις 7 Ιουνίου του 1948.

Ο λόγος ήταν πως ο Ράτκο πήρε μέρος ως παίκτης το 1973 στο πρώτο Παγκόσμιο πρωτάθλημα που έγινε στο Βελιγράδι πριν από 50 ολόκληρα χρόνια.

Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους για τον σπουδαίο προπονητή και άνθρωπο. Κέρδισε τα πάντα στην περίφημη καριέρα του. Τέσσερα χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια ως προπονητής τριών Εθνικών ομάδων, το 1984 και το 1988 με τη Γιουγκοσλαβία, το 1992 με την Ιταλία και το 2012 με την Κροατία. Με τις ίδιες τρεις χώρες κατέκτησε επίσης τρία Παγκόσμια πρωταθλήματα και δυο αργυρά στη συνέχεια. Ως λάφυρα έχει επίσης δύο χρυσά σε Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με την Ιταλία κι ένα με την Κροατία. Δύο αργυρά μετάλλια με τη Γιουγκοσλαβία κι ένα χάλκινο με την Ιταλία.

Στη μεγάλη καριέρα του προπόνησε πέντε Εθνικής ομάδες. Την άλλοτε Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, την Κροατία και τη Βραζιλία, ενώ έκλεισε την καριέρα του ως προπονητής της πιο επιτυχημένης ευρωπαϊκής ομάδας, της Προ Ρέκο. Ο Ράτκο ήταν σπουδαίος και ως παίκτης βέβαια τη δεκαετία του ’70. Η μεγαλύτερή του επιτυχία ως πολίστας ήταν η κατά - κτηση του αργυρού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980. Κατέκτησε ένα χάλκινο μετάλλιο στο 1973 στο Βελιγράδι με τη Γιουγκοσλαβία, ενώ πήρε ένα αργυρό και δύο χάλκινα στην ίδια δεκαετία. Ως παίκτης υπηρέτησε τη Γιαντράν Σπλιτ, την Παρτιζάν Βελιγραδίου και τη Μλάντοστ Ζάγκρεμπ. Έδωσε 297 παιχνίδια ως υδατοσφαιριστής με τη Γιουγκοσλαβία.

Ο Ράτκο μίλησε στο KoeMAG επί παντός επιστητού, αναφερόμενος σε όλη την εικόνα του παγκόσμιου πόλο τα τελευταία 50 χρόνια εκφράζοντας την άποψή του ως παίκτης και προπονητής. Αρχικά αναφέρθηκε στην εθνικότητά του, λέγοντας πως γεννήθηκε στο Βελιγράδι. Μπορεί να υπηρέτησε τη Γιουγκοσλαβία, είναι όμως Κροάτης. «Οι γονείς μου ήταν Κροάτες. Ο πατέρας μου έπρεπε να μετακινείται και γι’ αυτό γεννήθηκα στο Βελιγράδι, όμως νιώθω παντού όμορφα. Μεγάλωσα στη Σερβία, έφυγα, ωστόσο γύρισα εκεί σαν παίκτης και προπονητής»

Ο Ράτκο στην περίφημη καριέρα του κατέκτησε 38 μετάλλια σε μεγάλες διοργανώσεις. Ξεχωρίζει κάποια από αυτά;

«Το πρώτο χρυσό μετάλλιο, το 1984 στο Λος Άντζελες με τη μεγάλη ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, ήταν σημαντικό. Για μένα ιστορικό είναι και το επίτευγμα με την Ιταλία μέσα στη Βαρκελώνη (1992), όπου γνωρίσαμε μια τρομερή επιτυχία, κερδίζοντας τους Ισπανούς και που τιμήθηκα από όλη την ιταλική κοινωνία ως πετυχημένος προπονητής. Βέβαια το καλύτερο τουρνουά το έκανα το 2012 με τους Κροάτες, όπου παίξαμε ένα καταπληκτικό πόλο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Νιώθω χαρούμενος για αυτήν την προσπάθεια, γιατί αντιμετωπίσαμε στην αρχή πάρα πολλά προβλήματα. Με βοήθησε τρομερά ο Πέριτσα Μπούκιτς για να μπορέσουμε να φέρουμε την Κροατία εκεί που έπρεπε. Καταφέραμε και πήραμε το Παγκόσμιο πρωτάθλημα το 2007 στη Μελβούρνη και χτίσαμε όλα αυτά τα χρόνια ψυχολογία και νοοτροπία νικητή».

Στο σημείο αυτό ο Κροάτης λέει κάτι σπουδαίο για τη μεγάλη Ελλάδα των τελευταίων ετών. «Η Ελλάδα πρέπει να κερδίσει ένα μεγάλο τουρνουά. Αν το καταφέρει αυτό τότε η ψυχολογία και η νοοτροπία των Ελλήνων θα φτάσει στο ζενίθ και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά κατά τη γνώμη μου ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη θέση. Ψυχολογικά είναι μεγάλο πράγμα. Τεράστια η διαφορά».

Ο Ράτκο ήταν το ηγετικό πρόσωπο σε μεγάλες ομάδες του παγκόσμιου πόλο στην καριέρα του, ξεχώρισε όμως κάποια από αυτές;

«Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω τις ομάδες μου, γιατί όλες είχαν μεγάλη ποιότητα και αποτελούντο από σπουδαίους αθλητές παγκόσμιας κλάσης. Διαφορετικές οι γενιές. Διαφορετικό το πόλο σε κάθε ομάδα από αυτές που καθοδήγησα. Η Γιουγκοσλαβία του ’80 ήταν μια τρομερή ομάδα που ξεχώρισε, η Ιταλία του ’90 είχε απίστευτη ποιότητα. Κερδίσαμε τα πάντα από το 1992 μέχρι το 1996. Κερδίσαμε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια και Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα».

Τον αποκάλεσαν τύραννο. Εδώ ο ίδιος γελάει διαρκώς. «Ήταν ο τρόπος μου, the Ratko way. Τον δρόμο αυτόν τον έφτιαξα μόνος μου. Ήταν ένας δρόμος γεμάτος διάβασμα, αφού διαρκώς ενημερωνόμουν την παλιά εποχή από βιβλία. Ένας δρόμος που βασιζόταν στην πειθαρχία μέσα στο παιχνίδι και τη ζωή. Ήμουν πολύ σχολαστικός σε αυτό το θέμα. Ένα άλλο στοιχείο ήταν η εργατικότητα. Στην προπόνηση δουλεύαμε πιο σκληρά από ότι στον αγώνα. Ήθελα οι παίκτες μου πέρα από την τακτική να είναι διανοητικά δυνατοί και με άριστη φυσική κατάσταση. Τρίτος πυλώνας στο “The Ratko Way” ήταν η οργάνωση της προπόνησης. Ποτέ δεν υπήρχε χαμένος χρόνος στην προπόνηση, όλοι οι παίκτες έκαναν κάτι και ουδείς έμενε στάσιμος. Ήμουν από τους πρώτους προπονητές που χρησιμοποίησε πολλούς συνεργάτες δίπλα του.

Αναλυτές, καταγραφή του βίντεο, στατιστικολόγους, ψυχολόγους. Γενικά θα ήθελα να πω ότι δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα. Υπάρχει μόνο πολλή και ποιοτική δουλειά. Στην αρχή κάθε κύκλου εργασίας μου στις χώρες που εργάστηκα είχα προβλήματα. Έπρεπε να καταλάβουν τι ήθελα να κάνω κι αυτό μου έπαιρνε λίγο χρόνο, όταν πήγαινα σε άλλη χώρα. Σαν συμπέρασμα έχω να πω πως το ταλέντο μετράει, χωρίς δουλειά όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτα».

Τέλος αναφερόμενος στο “The Ratko Way” ο Ρούντιτς λέει: «Εάν κάτι δεν πήγαινε καλά στις δουλειές μου δεν έφταιγαν ποτέ οι παίκτες μου. Εγώ έπαιρνα όλη την ευθύνη πάνω μου».

Τόσοι και τόσοι παίκτες πέρασαν από τα χέρια του Ράτκο Ρούντιτς. Μπορεί να μας δώσει την καλύτερη επτάδα που είχε ποτέ στη διάθεσή του;

«Ποτέ δε θα το κάνω αυτό! Έχω τεράστια εκτίμηση στους πρώην παίκτες μου. Δε θα μιλήσω ποτέ και δε θα ξεχωρίσω κανέναν. Είχα τόσους πολλούς καταπληκτικούς αθλητές παντού. Στη Γιουγκοσλαβία, στην Ιταλία, στην Κροατία, στη Βραζιλία και στις ΗΠΑ. Αν αναφέρω έναν παίκτη οι υπόλοιποι εννιά θα είναι θυμωμένοι μαζί μου, οπότε θα το αποφύγω»

«Ιερά τέρατα» στο παγκόσμιο πόλο φυσικά και πέρασαν αμέτρητα. Ποιος θα μπορούσε να μην αναφερθεί στον Τάμας Φάραγκο ή στον Μανουέλ Εστιάρτε; Δεν χρειάζεται όμως να μιλάμε και να αναζητάμε τον κορυφαίο των κορυφαίων, υπάρχει πάντα υποκειμενική άποψη, διαφορετικά κριτήρια επιλογής. Δεν μπορεί να μπαίνουν όλοι στο ίδιο… καζάνι. Στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης οι καλύτεροι είναι αυτοί που συνήθως βάζουν τα γκολ, όμως δεν είναι έτσι. Υπάρχουν οι αμυντικοί, οι τερματοφύλακες. Μερικές φορές ο παίκτης που ξεχωρίζει είναι αυτός που βοηθάει το σύνολο κι όχι αυτός που βοηθάει στα γκολ. Κλασσικό παράδειγμα αυτό που έγινε το 1996 στην Ατλάντα με τον Μανουέλ Εστιάρτε. Τότε δεν ήταν ο καλύτερος σκόρερ, βοήθησε όμως τα μέγιστα την ομάδα του που έφτασε στην κορυφή.

 Ο Ράτκο Ρούντιτς δεν εργάστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν συγκυριακό όλο αυτό;

«Όχι, δεν είχα καμία σοβαρή πρόταση. Όταν έφυγα από τη Γιουγκοσλαβία έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στους Ιταλούς και τους Ισπανούς που με ήθελαν πολύ. Τελικά διάλεξα την Ιταλία, όμως στην Ελλάδα μπορεί να μην δούλεψα, εργάστηκε όμως ένας άνθρωπος που πρωταγωνίστησε ως παίκτης και προπονητής και ήταν συνεργάτης μου όταν ήμουν στην Ιταλία, ο Σάντρο Καμπάνια».

Αναφερόμενος στους μεγάλους προπονητές που άφησαν εποχή στο παγκόσμιο πόλο ο Ράτκο τονίζει:

«Όταν ήμουν στη Γιουγκοσλαβία ασχολούμασταν με τους Ούγγρους. Ήταν τρομεροί σε τεχνική κατάρτιση, φοβεροί τεχνίτες. Στην πρώην Σοβιετική Ένωση που ήταν επίσης πολύ καλοί, η σχολή στηρίζονταν στη φυσική κατάσταση. Εμείς στη Γιουγκοσλαβία φτιάξαμε τη δική μας σχολή που βασίστηκε στην τακτική. Για εμάς το πιο σημαντικό κομμάτι ήταν η άμυνα. Πάντα αποτελούσε προτεραιότητά μας. Μπορεί σε ατομική κατάρτιση οι Ούγγροι να ήταν καλύτεροι, όμως τακτικά υστερούσαν. Αρωγός στην προσπάθεια αυτή ήτα ο δάσκαλός μου, Μπάτα Όρλιτς. Έμαθα από αυτόν πως να αναλύω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο έναν αγώνα. Ήταν ένας πραγματικός στρατηγός. Ήξερε πως να καθοδηγήσει μια ομάδα στην επιτυχία. Είχε φοβερή αντίληψη του παιχνιδιού. Μεγάλος προπονητής ήταν επίσης ο Γιάρματι, όπως επίσης και ο Σοβιετικός Μπλούμενταλ, ενώ δε θα μπορούσα να αγνοήσω το δικό μου παιδί, τον Σάντρο Καμπάνια που ακολούθησε τον δρόμο μου κι είμαι περήφανος γι’ αυτόν».

Αναλύοντας τις σχολές της παγκόσμιας υδατοσφαίρισης ο Ράτκο εκφράζει την κάτωθι άποψη. «Υπήρξε η σχολή των Λατινικών χωρών, πάνω στην οποία κινήθηκαν οι Ισπανοί και οι Ιταλοί και βασίστηκαν στην κίνηση και στις κομπίνες μέσα στο παιχνίδι. Η Σοβιετική Ένωση έπαιξε ένα πολύ δυνατό πόλο που βασίστηκε στις επαφές, ενώ οι Ούγγροι στην ατομική κατάρτιση με τους φανταστικούς παίκτες που ανέδειξαν, όπως ο Φάραγκο, ο Τσάπο, ο Σίβος και ο Σάροσι που ήταν τεχνικά υπέροχοι. Εμείς στη Γιουγκοσλαβία πήραμε στοιχεία από παντού, αλλά βασιστήκαμε στην τακτική και στη φυσική κατάσταση, στα μεγάλα σώματα των παικτών και στους γρήγορους πολίστες».

Στο σημείο αυτό ο Ράτκο Ρούντιτς δίνει μία άλλη παράμετρο και ισχυρίζεται πως για να διακριθεί κανείς και να φτάσει στην κορυφή δε θα πρέπει να ακολουθήσει μία από τις προαναφερόμενες σχολές. Με την σκληρή δουλειά το ανέφικτο μπορεί να γίνει εφικτό. «Θυμάμαι όταν ήμουν στην Ιταλία που όλοι οι παίκτες μου έλεγαν πως δεν μπορούσαν να παίξουν με βάση τη δύναμη. Τους έλεγα πως αυτό είναι τεράστιο λάθος. Όλα βασίζονται πάνω στην σκληρή δουλειά και μπορείς να πετύχεις τα πάντα. Θα το πετύχεις βλέποντας πάντα τον τρόπο, με τον οποίο θα κερδίσεις μέσα στο παιχνίδι. Θα αναφέρω ένα πρόσφατο παράδειγμα, όταν και μίλησα με τον Γιώργο Αφρουδάκη, έναν από τους πρώτους φουνταριστούς με κίνηση μέσα στο παιχνίδι, αφού πιο πριν ο φουνταριστός ήταν πιο… βαρύς και στατικός. Εξήγησα στον Γιώργο και δε διαφώνησε πως μερικές φορές είναι καλύτερα να έχεις έναν στατικό φουνταριστό, παρά έναν κινητικό γιατί έτσι μπορεί να δοθεί η ευκαιρία στους περιφερειακούς να σουτάρουν και να έχουν περισσότερες ευκαιρίες να σκοράρουν. Το συμπέρασμα είναι πως θα πρέπει να διακρίνεις τον αντίπαλο και να αξιοποιήσεις όλες τις δυνατότητες που έχεις για να τον κερδίσεις».

Πόσα μεγάλα παιχνίδια με τρομερές συγκινήσεις είδε ο Ράτκο Ρούντιτς; Ποια θα μπορούσε να ξεχωρίσει;

«Πολλά τα παιχνίδια, όμως εύκολα μου έρχονται στη μνήμη δύο. Ένα στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1986 στη Μαδρίτη ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία και την Ιταλία που κρίθηκε στο τελευταίο δευτερόλεπτο με γκολ του Ιγκόρ Μιλάνοβιτς στην τέταρτη παράταση! Ένα από τα πιο ιστορικά παιχνίδια όλων των εποχών. Επίσης δεν μπορώ να ξεχάσω το 1996 στην Ατλάντα στο παιχνίδι για το χάλκινο μετάλλιο που ήμουν προπονητής της Ιταλίας απέναντι στην Ουγγαρία. Χάναμε με τέσσερα γκολ και στην τελευταία περίοδο πετύχαμε πέντε. Το τελευταίο μπήκε στην τελευταία επίθεση και το τρομερό ήταν ότι ο αναπληρωματικός τερματοφύλακάς μας δεν κατάλαβε ότι το ματς δεν είχε τελειώσει κι έπεσε στο νερό για να πανηγυρίσει την ανατροπή και το χάλκινο μετάλλιο. Φυσικά δόθηκε πέναλτι εις βάρος μας, ισοφαριστήκαμε, πήγαμε στην παράταση κι εκεί κερδίσαμε με τρία γκολ. Δε γίνεται να ξεχάσω επίσης το αποτέλεσμα σοκ που πετύχαμε το 2016 στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως Βραζιλία κόντρα στη Σερβία με 6-5, μια ομάδα που είχε να χάσει δύο χρόνια. Στη Βραζιλία πέτυχα, χωρίς να πάρω μετάλλιο, τη μεγαλύτερη επιτυχία στην καριέρα μου, γιατί εκεί βρήκα παίκτες που ήταν αφοσιωμένοι σε εμένα. Δούλευαν τόσο σκληρά. Ακολουθούσαν όσα τους έλεγα, πίστευαν σε εμένα. Πετύχαμε ένα θαύμα! Ξεκινήσαμε από το μηδέν. Δεν ήταν μόνο η παρουσία μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και όσα είχαν προηγηθεί. Θυμάμαι ότι έναν χρόνο πριν, το 2015, κερδίσαμε την Κροατία στο World League με 16-10. Όσοι έβλεπαν το αποτέλεσμα νόμιζαν ότι ήταν λάθος και πως έπρεπε το σκορ να είναι ανάποδα. Τότε είχαμε πάρει στη διοργάνωση το πρώτο χάλκινο μετάλλιο και γενικά ήταν το πρώτο βάθρο που είχε η Βραζιλία στην ιστορία της. Εκείνη τη χρονιά με ανέδειξαν ως τον καλύτερο προπονητή στη χώρα. Εμένα, έναν προπονητή του πόλο, μπροστά από τους προπονητές του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ και του βόλεϊ. Οι Βραζιλιάνοι δεν έμειναν στα αποτελέσματα με τη Σερβία και την Κροατία, αλλά με τίμησαν για τη ραγδαία ανάπτυξη του αθλήματος στη χώρα. Εκεί είχα κοντά μου έναν από τους καλύτερους παίκτες που γνώρισα ποτέ, τον Περόνε που ήταν όχι μόνο σπουδαίος παίκτης, αλλά και ο δεύτερος προπονητής μέσα στο νερό. Είχε αρχηγικές ικανότητες».

Οι κανονισμοί είναι ένα θέμα που… βασανίζει τον Ράτκο Ρούντιτς και το κυριότερο είναι ότι αλλάζουν διαρκώς, με αποτέλεσμα το άθλημα να είναι δυσνόητο από τους θεατές. «Ο κόσμος πρέπει να καταλαβαίνει τους κανονισμούς, σήμερα δεν μπορεί να τους κατανοήσει. Πρέπει να γίνουν πιο απλοί. Δεν είναι θέμα των κανονισμών όμως, είναι το μεγάλο ερώτημα. Τι είδους πόλο θέλουμε να έχουμε; Αυτή πρέπει να είναι η ερώτηση. Βλέπουμε ένα παιχνίδι που βασίζεται στο φάουλ. Αλλεπάλληλα σφυρίγματα από τους διαιτητές, πάρα πολλές διακοπές, διαδοχικές αποβολές και όλα γίνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Κάτι που δε μου αρέσει. Πρέπει όλοι όσοι ασχολούμαστε με το άθλημα να συμφωνήσουμε στο τι είδους πόλο θέλουμε. Η άποψή μου είναι ότι μέσα στο παιχνίδι οι κανονισμοί θα πρέπει να δίνουν ίσες ευκαιρίες σε όλους. Συμφωνώ απόλυτα με τον Αυστραλό προπονητή, τον Τομ Χόουντ, ο οποίος αναφέρεται στις ποινές που πρέπει να υπάρχουν στα απλά-λεγόμενα- φάουλ. Δεν μπορεί κάποιος να κάνει φάουλ τόσο εύκολα. Πρέπει να υπάρχει μια τιμωρία γι’ αυτόν. Όταν ήμουν στις ΗΠΑ παίζαμε παιχνίδια, όπου κάθε απλό φάουλ ήταν και αποβολή. Μετά τις τέσσερις αποβολές υπήρχε πέναλτι. Έτσι δεν είχαμε ούτε πολλά σφυρίγματα, ούτε αποβολές»

Πώς θα μπορούσε να παραλείψει να μιλήσει για την ελληνική υδατοσφαίριση; Δε θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και ο Ράτκο απάντησε με πολύ μεγάλη ευκολία.

«Η Ελλάδα έχει σήμερα τους καλύτερους παίκτες που ανέδειξε ποτέ στην ιστορία της στο άθλημα. Είναι δύσκολο να επιλέξω κάποιους από αυτούς. Όλη η ομάδα του Τόκιο είναι καταπληκτική. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος, με τον οποίο παίζουν οι Έλληνες σήμερα και το έχω μεταφέρει στον προπονητή της ομάδας, Θοδωρή Βλάχο. Είναι ομάδα με τεχνίτες, δυνατούς σουτέρ και με άριστη κυκλοφορία της μπάλας. Αντιλαμβάνονται το παιχνίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στον τελικό μόνο με τη Σερβία στο Τόκιο δεν ανταποκρίθηκαν ψυχολογικά. Εκεί θα πρέπει να εξελιχθούν. Αυτό που διακρίνω επίσης είναι το γεγονός πως οι νέες γενιές που έρχονται για τους Έλληνες έχουν την ίδια ποιότητα.

Αναφερόμενος στο παρελθόν μπορώ να ξεχωρίσω Έλληνες παίκτες, όπως ο Χρήστος Αφρουδάκης που το 2001 στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα Κ20 στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ήταν μόλις 17 ετών ήταν ο καλύτερος τουρνουά. Κατά τη γνώμη μου το παιδί αυτό δεν εξελίχθηκε όπως θα έπρεπε. Ήταν ένας παίκτης παγκόσμιας κλάσης. Επίσης ξεχώριζε πάντα ο Αντώνης Αρώνης στη θέση του ως φουνταριστός, ενώ μόνο καλά λόγια μπορεί να πει κανείς για τον Θοδωρή Χατζηθεοδώρου που ήταν all around παίκτης, σαν τον Γερμανό Χάγκεν Σταμ έναν από τους καλύτερους στον κόσμο»

Ο Ράτκο Ρούντιτς στην επίσημη τοποθέτησή στο περιοδικό της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας αναφέρεται και στο γεγονός ότι από το καλοκαίρι του 2023 και για 12 μήνες οι περισσότεροι κορυφαίοι παίκτες στον κόσμο θα υποχρεωθούν να παίξουν σε δύο Παγκόσμια Πρωταθλήματα, σε Ευρωπαϊκό και τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

«Φυσικά προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι παίκτες. Πρέπει να ασχολούμαστε με τους υδατοσφαιριστές και με το πως θα παραμείνουν υγιείς μέσα στο χώρο. Αντιλαμβάνομαι την επιθυμία των νέων διοικήσεων, της FINA και της LEN, στο να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για το άθλημα. Αντιλαμβάνομαι επίσης πως βγήκαμε από τον covid μόλις πριν από λίγο και θα πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα. Προτεραιότητά μας όμως πρέπει να είναι οι παίκτες».

Ο Ράτκο παρακολουθεί, μπάσκετ, χάντμπολ και μεγάλες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις. Ο Ράτκο δεν έχει συλλογικές προτιμήσεις και ίσως να είχε ξεχωρίσει ως φίλαθλος τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Ο Ράτκο ήταν και παραμένει ζωγράφος. Πόσοι το ξέρουν αυτό;

«Ναι ήμουν ζωγράφος όταν ήμουν μικρός, αλλά αργότερα σπούδασα αρχιτεκτονική στο Ζάγκρεμπ και όταν άρχισα να παίζω πόλο στη Παρτιζάν δεν μπορούσα να συνεχίσω τη ζωγραφική. Τώρα όμως που σταμάτησα την προπονητική εξακολουθώ και ζωγραφίζω σαν σουρεαλιστής».

Κλείνοντας τη συνέντευξη με τον Ράτκο Ρούντιτς του ζητήσαμε μια απάντηση στην περιπέτεια του 1975, στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα που έγινε στο Κάλι της Κολομβίας όταν βρέθηκε ντοπαρισμένος και στη συνέχεια δεν ξανάπαιξε στο τουρνουά. Η ομάδα του έχασε την ευκαιρία να διεκδικήσει ένα μετάλλιο στη διοργάνωση, αλλά μετά πέρασε στην ιστορία γιατί ο τότε πρόεδρος της ιατρικής επιτροπής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας, ο Μάλφερντ Ντόνικε του ζήτησε συγγνώμη και η απόφαση ανετράπη.

«Ήταν μια περιπέτεια, η οποία άλλαξε τους κανονισμούς του ντόπινγκ. Μετά από παιχνίδι της Γιουγκοσλαβίας με την Κούβα περίμενα 3 ώρες για να περάσω από ντόπινγκ κοντρόλ. Τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Άρχισα να καπνίζω και να πίνω τόνικ και φυσικά βρέθηκαν ίχνη ντόπινγκ στα ούρα, με αποτέλεσμα να τιμωρηθώ για όλο το τουρνουά και η ομάδα να χάσει άνευ αγώνα την επόμενη αναμέτρηση κόντρα στην Αυστραλία. Ήταν η καλύτερη περίοδος της καριέρας μου ως παίκτης. Ο Ντόνικε που ήταν πρόεδρος της ιατρικής επιτροπής της FINA με κάλεσε στην Κολωνία για περαιτέρω εξετάσεις. Εκεί αποδείχθηκε πως οι αρχικές αναλύσεις ήταν εσφαλμένες. Η νικοτίνη έκανε τη ζημιά της, όπως επίσης και το τόνικ που έπινα. Αργότερα ο Ντόνικε έγραψε ολόκληρο άρθρο πάνω στην περίπτωσή μου. Οι κανονισμοί άλλαξαν μετά από αυτό και στη συνέχεια οι παίκτες δεν έκαναν τίποτα, ούτε έφευγαν από το χώρο, μέχρις ότου τελειώσει η διαδικασία του ντόπινγκ κοντρόλ».

Πηγή: KoeMAG

Πολιτική Cookies & Απορρήτου

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιστοποιήσουμε τον ιστότοπό μας.

Πατώντας "Αποδοχή" συμφωνείτε με την Πολιτική Cookies & Απορρήτου μας.