Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο δάσκαλος που ήρθε από την Πόλη

Ο δάσκαλος που ήρθε από την Πόλη έχει ένα ξεχωριστό βιογραφικό σημείωμα και οι αναφορές του μετά από τόσα χρόνια παρουσίας στην κολύμβηση της Ελλάδας έχουν καταλυτική σημασία. Ο Ανδρέας γεννήθηκε στις 2 Δεκέμβρη του 1946 στην Κωνσταντινούπολη. Γιος του Στράτου Ζώτου, παγκόσμιου πρωταθλητή στην πάλη με τα χρώματα της Τουρκίας. Ζωή Μεσολογγίτου η μητέρα του. Το 1965 έφυγε από την Πόλη σε ηλικία 19 ετών. Κέρδισε μία υποτροφία από το Ίδρυμα κρατικών υποτροφιών ως απόφοιτος του Ζωγράφειου Λυκείου της Κωνσταντινούπολης και ήρθε στην Ελλάδα σε πολύ δύσκολα, πέτρινα χρόνια για τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης.

Έφυγε μόνος του και ακολούθησαν μετά από δύο χρόνια οι γονείς του. Έφυγε σε μία περίοδο που η τουρκική κυβέρνηση είχε καταστήσει αφόρητη τη ζωή στους Έλληνες, τόσο με τις εργασιακές σχέσεις, τους τραγικούς φόρους όσο και με τον στραγγαλισμό των εμπορικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων. Η οικογένεια του Ανδρέα διατηρούσε μία επιπλοποιία στην Πόλη κάποτε. Στα ωραία χρόνια η δημιουργία ήταν ευδιάκριτη, ωραίες επιχειρήσεις και ακίνητη περιουσία. Μία ακίνητη περιουσία, η οποία βέβαια αυτή τη στιγμή έχει χαθεί. Το μόνο που μένει είναι ένα σπίτι στα Θεραπειά, το οποίο διεκδικεί νομικά η οικογένεια, αλλά εδώ και χρόνια τίποτα δεν προχωράει.

Δίνουμε βήμα στον Ανδρέα Ζώτο για δύο λόγους. Πρώτα για την 60χρονη παρουσία του στο χώρο της Ελληνικής κολύμβησης και δεύτερον γιατί ο Ανδρέας διατηρεί ένα τεράστιο αρχείο. Όποιος θέλει να μάθει την ιστορία της ελληνικής κολύμβησης τα τελευταία 60 χρόνια δεν έχει από το να επισκεφθεί το σπίτι του Ανδρέα στην Νέα Σμύρνη. Εκεί μπορεί να πληροφορηθεί τα πάντα. Τόμοι ολόκληροι, τόμοι από αποκόμματα εφημερίδων, από φωτογραφίες, από άρθρα για 60 ολόκληρα χρόνια. Για αυτούς τους λόγους βρεθήκαμε δίπλα στον Ανδρέα Ζώτο και τον φιλοξενούμε στο παρόν τεύχος του KoeMAG.

Ποια είναι η σχέση του Ανδρέα Ζώτου με το κολύμπι ως αθλητής;

Όπως λέει ο ίδιος «τότε στην Πόλη ο αθλητισμός ήταν ένας τρόπος ζωής για τους Έλληνες, μία ευκαιρία για διάκριση, να θυμίζουμε στους εαυτούς μας και στους Τούρκους ότι είμαστε παρόντες σαν ελληνική κοινωνία στην Πόλη. Να προάγουμε το ελληνικό στοιχείο, να κρατάμε τη φήμη των Ελλήνων, να κάνουμε έντονη την παρουσία τους.

Ο αθλητισμός - συνεχίζει - ήταν ένας τρόπος για να το πετύχουμε αυτό. Το χειμώνα με τα σωματεία μας, το Πέρα και τα Ταταύλα, κάναμε στίβο και το καλοκαίρι κολύμπι στα Πριγκηπόνησα, στη θάλασσα. Ξεκινούσαμε κολυμπώντας από την Αντιγόνη και φτάναμε μέχρι τη Χάλκη μέσα στη θάλασσα. Στα Πριγκηπόνησα κάναμε ελεύθερο και μεγάλες αποστάσεις. Αυτή ήταν η σχέση μου με το κολύμπι»

Όπως όμως προαναφέρθηκε τα χρόνια ήταν πέτρινα για τους Έλληνες της Πόλης. Πολύ δύσκολες συνθήκες. Η τούρκικη κυβέρνηση ωθούσε τους Έλληνες με κάθε τρόπο στη φυγή. Ο Αντρέας μπορεί να διηγηθεί πολλές στιγμές, αλλά αυτό που δεν μπορεί να ξεχάσει ποτέ και ένα γεγονός που τον έχει σημαδέψει στη ζωή του είναι όταν το 1965 στον ερχομό του στην Ελλάδα υποχρεώθηκε, σύμφωνα με τους νομούς τότε των τουρκικών κυβερνήσεων, να εγκαταλείψει την Πόλη μεταφέροντας την περιουσία του μέσα σε μιάμιση βαλίτσα! Μία μεγάλη και μία μικρή και έχοντας στα χέρια του μόνο 220 δολάρια. Αυτή η στιγμή του σημάδεψε τη ζωή και τον οδήγησε στο να έχει σήμερα το μεγαλύτερο αρχείο όλων των εποχών για την Ελληνική κολύμβηση. Είπε στον πατέρα του, «πατέρα μέσα σε μιάμιση βαλίτσα τι να βάλω;» και ο Στράτος Ζώτος του είπε «ένα άλμπουμ παιδί μου. Όλα μπορούν να αντικατασταθούν στη ζωή, όχι όμως οι στιγμές» και αυτές τις μαρτυρούν οι φωτογραφίες. Αυτό έκανε ο Αντρέας.

Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Έπρεπε να βρει σπίτι να μείνει. Κάποια στιγμή ήθελε να πάρει ένα γραφείο για να μπορεί να έχει στο σπίτι του και να διαβάζει. Έτσι στο Μοναστηράκι βρήκε ένα γραφείο. Δεν είχε όμως τρόπο να το μεταφέρει, το πήρε στον ώμο του και από το Μοναστηράκι έφτασε στην περιοχή Κολιάτσου! Τεράστια διαδρομή για ένα 19χρονο παιδί. «Τα κατάφερα» λέει «και μόλις τα κατάφερα θεωρώ σήμερα ότι αυτό ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία ζωής». Είπα στον εαυτό μου εκείνη τη στιγμή: «τίποτα πλέον δεν θα σε σταματήσει Αντρέα» και πραγματικά τίποτα δεν τον σταμάτησε.

Σαν Κωνσταντινουπολίτης σκέφτηκε να πάει στην ΑΕΚ. Τον αγνόησαν επιδεικτικά και μετά πήγε στον Πανελλήνιο, όπου εκεί βρήκε έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες παράγοντες όλων των εποχών, τον Κώστα τον Παπαναστασίου. Τον μάζεψε, τον έφερε στην οικογένεια του Πανελληνίου. Το καλοκαίρι στο Ζάππειο κολυμβητήριο βρήκε έναν συναθλητή του από την Πόλη, τον Γιάννη Μαδιάνο, ο οποίος ήταν στο Ζάππειο και κολυμπούσε με το σκουφάκι του Παναθηναϊκού. Τον πήρε κοντά του και τον συνέστησε στον Βίγκο Τσβέτκοβιτς που ήταν τότε προπονητής κολύμβησης στον Παναθηναϊκό. Τον πήγε και αυτός, όταν άρχισε να κολυμπάει ο Αντρέας, αμέσως ξεχώρισε τη δυνατότητά του, τόσο ως κολυμβητής, όσο και ως άνθρωπος που μπορεί να μεταδώσει στα νέα παιδιά το κολύμπι. Αμέσως λοιπόν, αρχές του 1966 μόλις ο Ανδρέας είχε λίγους μήνες στην Ελλάδα, τον πήρε κοντά του και πολύ γρήγορα ο Ανδρέας ξεκίνησε την προπονητική για τις υποδομές του τμήματος του Παναθηναϊκού.

Σιγά-σιγά όλα τα παιδιά τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Η αρχή είχε ήδη γίνει. Στη συνέχεια ο Αντρέας παντρεύτηκε στην Ελλάδα με τη Μαρία και αργότερα έκανε δύο παιδιά τη Ζωή και τον Κωνσταντίνο. Δύο παιδιά, τα οποία κολύμπησαν για κάποιο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα.

Ο Ανδρέας στη συνέχεια έκανε πράγματα και θαύματα ως προπονητής. Εργάστηκε ως σωματειακός προπονητής με τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, τον Αθλητικό Ναυτικό Όμιλο Γλυφάδας, τον Πανελλήνιο και τον Νηρέα Χαλανδρίου, ενώ αποτέλεσε διευθυντικό στέλεχος του Ελληνοαμερικανικού Κολεγίου.

Κατέκτησε συνολικά 31 εθνικά και πανελλήνια πρωταθλήματα. Είδε αθλητές του, πέρα από τις διεθνείς διακρίσεις που κατέκτησαν, να κάνουν περισσότερες από 1.300 πανελλήνιες επιδόσεις. Το 1972 διορίστηκε ως καθηγητής φυσικής αγωγής στο Κολλέγιο των Αθηνών και το 1990 δημιούργησε, οργάνωσε και ανέλαβε διευθυντής φυσικής αγωγής και αθλητισμού στο Ελληνοαμερικανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Σήμερα ο Αντρέας συνεχίζει να ασχολείται με το χώρο ως πρόεδρος της τεχνικής επιτροπής κολύμβησης που έχει δημιουργήσει η κολυμβητική ομοσπονδία.

Όταν κανείς πάει στο σπίτι του τα χάνει πραγματικά από το αρχείο, το οποίο διαθέτει. «Όλα ξεκίνησαν - λέει - από κείνη τη βαλίτσα στην Πόλη. Όλη η ιστορία της ελληνικής κολύμβησης από το 1966 έως σήμερα είναι καταγεγραμμένη εδώ στα αρχεία, τα οποία έχουν φωτογραφικό υλικό, αποκόμματα εφημερίδων και όλα τα άρθρα από το ‘66 μέχρι και σήμερα».

Εάν τον ρωτήσεις μέσα σε αυτά τα 60 χρόνια παρουσίας στο χώρο να ξεχωρίσει κάποιους αθλητές και αθλήτριες το αποφεύγει σαν το διάολο το λιβάνι.

«Δεν θέλω να αναφερθώ σε κάποια συγκεκριμένα. Θέση και άποψη δική μου είναι ότι ο αθλητής δεν ξεχωρίζει μόνο από τα ρεκόρ και τα μετάλλια, αλλά και από την προσωπικότητα του».

Ο Ανδρέας βλέπει με πολύ αισιόδοξο τρόπο την πρόοδο της Ελληνικής κολύμβησης και την αποδίδει λέγοντας:

«Όλα έγιναν σταδιακά, όχι με άλματα, αλλά με σταθερά βήματα. Ανεβαίναμε σκαλοπάτια, σταματάγαμε σε ένα πλατύσκαλο, ξανά ανεβαίναμε σκαλοπάτι ξανά σε ένα πλατύσκαλο. Το Α και το Ω της σωστής εξέλιξης. Αυτό συνέβη, είμαστε μία οικογένεια, εκεί οφείλεται η σταδιακή άνοδος της Ελληνικής κολύμβησης. Λειτουργούσαμε τα περισσότερα χρόνια σαν μία ομάδα. Θα αναφέρω για παράδειγμα την στάση του Σπύρου Καπράλου, του νυν προέδρου της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής που είχε πάρει κάποτε μέρος μαζί μου στους Βαλκανικούς Αγώνες στο Ντουμπρόβνικ της Κροατίας. Ήταν τραυματίας, κολύμπησε με μία νάιλον σακούλα στο πόδι του για να μπορέσουμε να πάρουμε έστω και έναν βαθμό και με τον τρόπο αυτό να κατακτήσουμε την πρώτη θέση στη βαλκανιάδα. Τα καταφέραμε. Κολύμπησε τραυματίας, αλλά ζήσαμε όλοι μοναδικές στιγμές συγκίνησης».

Ο Ανδρέας λέει: «σε αυτή την αξιολόγηση που μου ζητάτε για αθλητές και αθλήτριες εγώ θέλω να τονίσω το δικό μου κριτήριο. Αξιολογώ με βάση, όχι μόνο τα ρεκόρ και τα μετάλλια, αλλά και την προσωπικότητα και την προσφορά των αθλητών που έχω στο πλευρό μου. Κάποτε έρχονταν δύο κορίτσια από τη Γερμανία κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα και κολυμπούσαν με το σκουφάκι του Παναθηναϊκού στο πρωτάθλημα. Ήταν η Λούη και η Γεωργιάδου. Έκαναν μαζί μου ατελείωτες ώρες προπόνησης. Έναν Σεπτέμβρη η Λούη έκλαιγε με μαύρα δάκρυα μετά το τέλος του πρωταθλήματος, γιατί δεν μπόρεσε να βοηθήσει την ομάδα στην κατάκτηση ενός πρωταθλήματος, αφού έδωσε μόνο έναν βαθμό. Αυτό ήταν μία αναγνώριση της προσπάθειάς της. Και εκεί στέκομαι, στην προσπάθεια των αθλητών και αθλητριών».

Μιλώντας για τους προπονητές που έγραψαν ιστορία στο χώρο κατά τη διάρκεια της 60χρονης παρουσίας του τόνισε: «έχουμε εξαιρετικούς προπονητές. Είχαμε και έχουμε εξαιρετικούς προπονητές.

Δεν μπορεί να ξεχάσει κανείς την προσωπικότητα του Γιώργου Μπία, του Γιώργου του Νικολόπουλου, του Χρήστου του Χούμα, του Μάρκου του Μανταλούφα, μπορεί κανείς να μην αναφερθεί στον Νίκο τον Γέμελο με τις τεράστιες διεθνείς επιτυχίες που οδήγησαν τον Σπύρο Γιαννιώτη στην κατάκτηση του αργυρού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο στην ανοιχτή θάλασσα; Έχουν αλλάξει πλέον τα δεδομένα, τότε αυτοί οι προπονητές λειτουργούσαν για τη δημιουργία μεγάλων ομάδων, σήμερα οι προπονητές ασχολούνται πιο πολύ με την εξέλιξη ενός μεγάλου αθλητή, τον οποίον τον θέλουν στην κορυφή της Ευρώπης και του κόσμου».

Επίσης ο Ανδρέας εκτιμά ότι η περιφέρεια πλέον, με τα δεδομένα που έχουν αλλάξει, με την επαρχία που έχει αποκτήσει πολλά κολυμβητήρια, με τις αποστάσεις που έχουν μικρύνει, μπορεί να καταστεί πρωταγωνίστρια στον χώρο.

«Μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της Ελληνικής κολύμβησης στην επαρχία», λέει, «οι προπονητές εκεί δουλεύουν για το σύνολο και όχι για έναν δύο αθλητές, αλλά για μία ολόκληρη ομάδα. Η εξέλιξη της Ελληνικής κολύμβησης είναι δεδομένη σε όλη την ελληνική επικράτεια, αλλά προφανώς το ρόλο των υποδομών, κατά την άποψή μου, πρέπει να έχουν οι καλοί και έμπειροι προπονητές. Πρέπει να ασχολούνται περισσότερο με τα μικρά παιδιά. Τα παιδιά που θα πρέπει να έχουν την ανάλογη νοοτροπία, καθώς μεγαλώνουν και να πάρουν τα κατάλληλα μαθήματα σε αυτή την πολύ μικρή και ευαίσθητη ηλικία. Για μένα οι καλύτεροι προπονητές πρέπει να ασχολούνται με τα μικρά παιδιά».

Αναφερόμενος τέλος στο ρόλο των προπονητών υποστηρίζει ότι θα πρέπει να λειτουργούν ξεχωριστοί σύνδεσμοι προπονητών στα αθλήματα του υγρού στίβου κυρίως σε αυτά της κλασικής κολύμβησης και της υδατοσφαίρισης.

«Είναι εξαιρετικά μεγάλο το κολύμπι, δεν μπορούν να λειτουργήσουν κάτω από τον ίδιο σύνδεσμο, θα πρέπει να υπάρχει μία αυτοδυναμία» υποστηρίζει.

Στον τρόπο λειτουργίας των σημερινών προπονητών λέει: «ο προπονητής σήμερα πρέπει να λειτουργήσει διαφορετικά. Σήμερα δίπλα σε αυτόν και στον αθλητή υπάρχουν πολλοί, γυμναστές, γιατροί, φυσικοθεραπευτές, εργοφυσιολόγοι. Αυτό που πρέπει να κάνει ένας προπονητής είναι να παίζει το ρόλο του μάνατζερ, αυτός να ελέγχει τα πάντα και να μην μένει αμέτοχος στο ρόλο που παίζει ο γιατρός, ο φυσικοθεραπευτής, ο γυμναστής προς τον αθλητή. Αυτός πρέπει να δίνει το σύνθημα, αυτός πρέπει να ελέγχει όλη τη λειτουργία».

Τελειώνοντας ο Ανδρέας εκτιμά ότι η τεχνική επιτροπή θα πρέπει να αναβαθμιστεί και ο ρόλος της να είναι καταλυτικός στην εξέλιξη της κλασικής κολύμβησης.

Πηγή: KoeMAG

Πολιτική Cookies & Απορρήτου

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιστοποιήσουμε τον ιστότοπό μας.

Πατώντας "Αποδοχή" συμφωνείτε με την Πολιτική Cookies & Απορρήτου μας.