Μαζική κουλτούρα και ποδόσφαιρο
Μαζική κουλτούρα και ποδόσφαιρο
Του Τάκη Πετρόπουλου Αντιδημάρχου Αθλητισμού Πάτρας
Ο εμφατικός και καθολικός τρόπος που πανηγυρίστηκαν οι δύο πρόσφατες μεγάλες Ευρωπαϊκές επιτυχίες του Παναθηναϊκού στο μπάσκετ και του Ολυμπιακού στο ποδόσφαιρο, επαναφέρουν στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της ακατανίκητης επιδραστικότητας του αθλητισμού στο λαό.
Κατ’ αρχάς το φαινόμενο δεν αποτελεί ελληνικό «προνόμιο», αλλά παγκόσμιο, που φιλτράρεται ασφαλώς στο ταμπεραμέντο κάθε λαού κι επηρεασμένο και από άλλους τυπολογικούς, εθιμικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή και διαβαθμίζεται αναλόγως.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που μαζί με την κοινωνικοπολιτική νίκη των επαναστατικών κινημάτων σε μια σειρά χώρες κυρίως της Ευρώπης, υποχώρησε η επιρροή των δυϊστικώνφιλοσοφικών αντιλήψεων περί ανωτερότητας του πνεύματος έναντι της ύλης και άνοιξε ο δρόμος της ευρύτερης αποδοχής του διαλεκτικού υλισμού, σημειώθηκε μια στροφή των ανθρωπιστικών επιστημών στην επιστημονική έρευνα ζητημάτων που αφορούσαν το σώμα, μεταξύ των οποίων και ο αθλητισμός, τα οποία μέχρι τότε εθεωρούντο κοινωνικά υποδεέστερα.
Η κοινωνιολογική μελέτη του αθλητισμού, ανέδειξε τα αίτια που τον καθιστούν έναν από τους κυρίαρχους τομείς της κοινωνικής ζωής, ο οποίος «επηρεάζει σταδιακά τη συνείδηση όλων των στρωμάτων του πληθυσμού» (1) με άμεσα πολιτικά αποτελέσματα.
Ο αθλητισμός και κυρίως το ποδόσφαιρο, που μπορεί να παιχτεί παντού με δύο μαθητικές τσάντες ή δύο πέτρες να ορίζουν την εστία, με δομικά και κανονιστικά χαρακτηριστικά που ευνοούν τη φαντασία και τη δύναμη, είναι η κατ εξοχήν μιμητική δραστηριότητα του ανθρώπου που προκαλεί τα πιο έντονα συναισθήματα σε μια πολύ ευρύτερη κοινωνική κλίμακα από όσο το καταφέρνουν ακόμη και οι τέχνες.
Αυτό συμβαίνει για τρεις βασικούς λόγους :
Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που ως γνωστόν ήταν φίλαθλος κι έπαιζε ο ίδιος μανιωδώς ποδόσφαιρο είχε πει μεταξύ άλλων ότι «Είναι το πεδίο στο οποίο εκφράζεται το πιο περιφρονημένο τμήμα της λαϊκής Ιταλίας» ότι «Το ποδόσφαιρο είναι η τελευταία ιερή παράσταση της εποχής μας» και ότι «Οι τέχνες είναι ένα παιγνίδι και το παιγνίδι είναι κατά κάποιο τρόπο τέχνη».
Αυτή την τεράστια επιρροή του αθλητισμού στις μάζες της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων εκμεταλλεύτηκε ποικιλοτρόπως η παγκόσμια άρχουσα τάξη, για να διατηρήσει την οικονομική και πολιτική εξουσία της.
Στις σημερινές συνθήκες του καπιταλισμού «το άτομο κάνει μια αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική εργασία και είναι βουτηγμένο στην ψευδοηδονιστική ιδεολογία της κατανάλωσης άχρηστων προϊόντων και στη λατρεία τους ως αντικείμενα» (2) και αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να τις αμφισβητήσει ούτε στον ελεύθερο χρόνο της σχόλης του.
Συνεπώς η μαζική κουλτούρα δεν δημιουργείται από τις μάζες, αλλά κατασκευάζεται με τρόπο βιομηχανικό γι αυτές. Ο ελεύθερος χρόνος των εργαζομένων «καλύπτεται σήμερα από τις ετοιμοπαράδοτες συνταγές της (λεγόμενης) κοινωνίας της αφθονίας, ραδιόφωνο, τηλεόραση, περιοδικά κι εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, κινηματογράφος (ευτελής μουσική) και επαγγελματικά σπορ»
Η λύση ασφαλώς αυτής της δυσμενούς για το λαό αντίθεσης δεν είναι η δαιμονοποίηση, αλλά η οργανωμένη λαϊκή αντίσταση και η αντιπαράταξη μιας γνήσιας, αυθεντικής αθλητικής κουλτούρας, που θα διασφαλίζει στο άτομο να απολαμβάνει τον αθλητισμό είτε αισθητικά ως θεατής, είτε κιναισθητικά ως αθλητής και να εκφράζει ελεύθερα τα ανώτερα συναισθήματα του.