«Έφυγε» ο Μπεκενμπάουερ
Την τελευταία πνοή του σε ηλικία 78 ετών άφησε ο θρύλος του γερμανικού και του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, Φραντς Μπεκενμπάουερ.
Ο παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Δυτική Γερμανία, τόσο ως παίκτης το 1974, όσο και ως προπονητής το 1990, απεβίωσε την Κυριακή (7/01), όπως ανακοίνωσε η Γερμανική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (DFB) τη Δευτέρα (8/01) στο πρακτορείο ειδήσεων SID.
Ο «Κάιζερ», όπως ήταν το προσωνύμιό του, λόγω του «αυτοκρατορικού» στιλ παιχνιδιού του, διετέλεσε αρχηγός της εθνικής ομάδας της Δυτικής Γερμανίας τη δεκαετία του 1970, αργότερα ομοσπονδιακός προπονητής της «Μανσάφτ» (από το 1984 έως το 1990), αλλά και τεχνικός της Μπάγερν Μονάχου τη δεκαετία του 1990. Τα τελευταία χρόνια ο Φραντς Μπεκενμπάουερ είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή, λόγω προβλημάτων που είχε με την καρδιά του.
Για περισσότερο από μισό αιώνα, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ έδωσε τον ρυθμό στην καθημερινή ζωή των Γερμανών, αποτελώντας τον πολύπλευρο «Κάιζερ» της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ήταν μια ιστορία που ο ίδιος αγαπούσε να διηγείται, ένα ανέκδοτο που επηρέασε τις μελλοντικές του επιλογές. Σε ηλικία 12 ετών, το παιδί από την εργατική συνοικία του Ομπεργκίσινγκ, στα νότια της βαυαρικής πρωτεύουσας, είχε ανακαλύψει το ποδόσφαιρο για λίγα χρόνια με την SC 1906 του Μονάχου.
Το καλοκαίρι του 1958, σε ένα τουρνουά νέων, έπαιξε εναντίον της μεγάλης ομάδας του Μονάχου 1860, στην οποία θα εντασσόταν αργότερα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, είχε μια σύγκρουση με έναν από τους παίκτες της Löwen, τον Γκέρχαρντ Κένιγκ, ο οποίος τον χαστούκισε στο πρόσωπο.
Μετά το ματς, ο Μπεκενμπάουερ παραδέχθηκε πως αρνήθηκε να ενταχθεί στο «κλαμπ των καβγάδων», υπογράφοντας στο αντίπαλο δέος, τη Μπάγερν. Ήταν η αρχή μιας μακράς, πολύ μακράς ιστορίας μεταξύ της Μπάγερν και του νεαρού Φραντς, ο οποίος σε λίγα χρόνια θα γινόταν ο «Κάιζερ» (αυτοκράτορας) της Γερμανίας.
Γεννημένος τον Σεπτέμβριο του 1945 στα ερείπια της μεταπολεμικής Γερμανίας, γιος ενός διευθυντή ταχυδρομείου, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ εντάχθηκε στην Μπάγερν το 1964 πριν κλείσει τα 19 του χρόνια και πέρασε εκεί το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. «Δημιούργησε» μια θέση που να ταιριάζει στο ταλέντο του, του λίμπερο, παίζοντας πίσω από την άμυνά του, αλλά κάνοντας τακτικά τη διαφορά στη μεσαία γραμμή, όπου πέτυχε τα περισσότερα από τα καλύτερά του γκολ.
Ένας... κομψός παίκτης, με αγέρωχο παρουσιαστικό, κατάφερε να δημιουργήσει ένα... κατάλογο μεγάλων διακρίσεων: 4 πρωταθλήματα και ισάριθμα Κύπελλα Γερμανίας, δύο βραβεία Ballon d'Or και τρεις διαδοχικές επιτυχίες στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης, τον... πρόδρομο του Champions League.
Με την εθνική ομάδα κατέκτησε τόσο το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα (1972) όσο και το Παγκόσμιο Κύπελλο (1974). «Το κερασάκι στην τούρτα» ήταν ότι ο παγκόσμιος τίτλος κατακτήθηκε στην πατρίδα του, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, σε απόσταση αναπνοής από τη γενέτειρά του.
Ακόμη περισσότερο από τον Γκερντ Μίλερ, τους συμπαίκτες του στην εθνική ομάδα και στην Μπάγερν Μονάχου, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ ενσάρκωσε τη δύναμη του γερμανικού ποδοσφαίρου τη δεκαετία του 1970. Μια φωτογραφία έχει μείνει στην ιστορία ως σύμβολο της αυτοθυσίας του: ο Μπεκενμπάουερ, με το δεξί του χέρι σαν... σφεντόνα, συνεχίζει μέχρι το τέλος, παρά τον πόνο της σπασμένης κλείδας, στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1970 που έχασε από την Ιταλία με 4-3 στην παράταση, στο ματς που χαρακτηρίστηκε ως «το ματς του αιώνα.»
Τις τελευταίες του σεζόν τις πέρασε μεταξύ Νέας Υόρκης και Αμβούργου, προτού «κρεμάσει τα παπούτσια του» το 1983 και ξεκινήσει καριέρα προπονητή, αν και ως παίκτης ισχυριζόταν ότι δεν είχε καμία πρόθεση να το κάνει.
Κλήθηκε να αναλάβει την εθνική Γερμανίας το καλοκαίρι του 1984 μετά από ένα αποτυχημένο Euro στη Γαλλία. Την οδήγησε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986, όπου έχασε από την Αργεντινή του Μαραντόνα, πριν πάρει «εκδίκηση» τέσσερα χρόνια αργότερα από την ίδια Αργεντινή, στη Ρώμη.
Έγινε έτσι θρύλος, ο δεύτερος άνθρωπος που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής, μετά τον Βραζιλιάνο Μάριο Ζαγκάλο, ο οποίος πέθανε ένα 24ωρο νωρίτερα!
Ο Γάλλος Ντιντιέ Ντεσάν, ο οποίος, όπως και ο «Κάιζερ», σήκωσε το τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην πατρίδα του το 1998, εντάχθηκε σε αυτό το πολύ κλειστό κλαμπ το 2018. Με μικρό ενδιαφέρον για την προπονητική, ήταν φυσικό να αναλάβει τα ηνία της «δικής του» Μπάγερν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως μέλος μιας τριανδρίας μαζί με τους Καρλ-Χάιντς Ρουμενίγκε και Ούλι Χένες.
Σε δύο περιπτώσεις, αναπλήρωσε με επιτυχία τα καθήκοντα του προέδρου και του προσωρινού προπονητή. Περιζήτητος απ΄ όλες τις πλευρές, πήρε θέση στην εκτελεστική επιτροπή της FIFA και η Γερμανία του ανέθεσε τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006, το οποίο κέρδισε το 2000 σε μια οριακή ψηφοφορία επί της Νότιας Αφρικής (12-11).
Ωστόσο, το καλοκαιρινό παραμύθι του 2006 μετατράπηκε σε εφιάλτη μια δεκαετία αργότερα, όταν οι υποψίες για διαφθορά αμαύρωσαν για ένα διάστημα την εικόνα του. «Οι Γερμανοί ήθελαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, συμπεριλαμβανομένου και εμού. Και ήμασταν ευτυχείς που είχαμε έναν Φραντς Μπεκενμπάουερ. Υπάρχει μια μικρή υποκρισία εδώ, όλοι θα έπρεπε να κατηγορούμε τους εαυτούς μας», δήλωσε πρόσφατα ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ.
Ο Μπεκενμπάουερ θα τεθεί επίσης σε διαθεσιμότητα 90 ημερών από την FIFA απ΄ όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο, καθώς ήταν πρώην αντιπρόεδρος του οργανισμού μεταξύ 2007 και 2011 την εποχή της αμφιλεγόμενης ανάθεσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2022 στο Κατάρ, τον Δεκέμβριο του 2010.
Πανταχού «παρών» στα μέσα ενημέρωσης και στην τηλεόραση και αστέρι της διαφήμισης κατά τη διάρκεια και μετά την καριέρα του ως παίκτης, η εικόνα του Μπεκενμπάουερ αμαυρώθηκε από αυτές τις υποψίες, αλλά μόνο για μικρό χρονικό διάστημα.